- καταχέζω
- κατα-χέζω, bekacken
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καταχέζω — (Α καταχέζω) νεοελλ. 1. αποπατώ πάρα πολύ 2. μτφ. βρίζω κάποιον πολύ άσχημα αρχ. χέζω κάποιον που βρίσκεται αποκάτω («ἀπὸ κορυφῆς νύκτωρ γαλεώτης κατέχεσεν» από ψηλά τη νύχτα μια παρδαλή σαύρα τόν κουτσούλισε, Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
κατέχεσε — καταχέζω befoul aor ind act 3rd sg καταχέζω befoul aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέχεσεν — καταχέζω befoul aor ind act 3rd sg καταχέζω befoul aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέχεσον — καταχέζω befoul aor ind act 3rd pl καταχέζω befoul aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχέσαντι — καταχέζω befoul aor part act masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέχεσας — καταχέζω befoul aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)